
"Γειτονοπούλαι τινές ήσαν τόσο μοχθηροί (λέγομεν τα κατοικούσας τρία ή τέσσερα στάδια μακράν, διότι δεν υπήρχαν άλλαι πλησιέστεραι), ώστε ουδ' ετόλμα ποτέ η Αϊμά να διαβή υπό τα παράθυρα εσάλπιζε σύναξιν. Εκτύπα τας παλάμας ως κώδωνα, ύψου ως σύριγγα την φωνήν, και ανέκραζε: - Η γυφτοπούλα! Η γυφτοπούλα! Από πού κρατάει η σκούφια της αινιγματικής γυφτοπούλας που τη λένε Αϊμά; Ποια η σχέση της με τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, ο οποίος οραματίζεται την αναβίωση του αρχαιοελληνικού πανθέου; Τι θα απογίνει ο κρυφά ερωτευμένος μαζί της Μάχτος; "Η γυφτοπούλα", τρίτο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι ίσως το πιο δημοφιλές έργο του. Δημοσιευμένη σε συνέχειες επί μήνες ολόκληρους στην εφημερίδα "Ακρόπολις" (21.4.1884-11.10.1884), γνώρισε μεγάλη επιτυχία, κερδίζοντας ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το έργο διαδραματίζεται στο Μυστρά, παραμονές της Άλωσης της Πόλης. Η υπέροχη γλώσσα του, η περίτεχνη πλοκή, η περιπετειώδης δράση και οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες του έργου εξηγούν γιατί η "Γυφτοπούλα" είναι το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη που αγαπήθηκε περισσότερο.
Authors

Alexandros Papadiamantis (Greek: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης) was an influential Greek novelist and short-story writer. He was born in Greece, on the island of Skiathos, in the western part of the Aegean Sea. The island would figure prominently in his work. His father was a priest. He moved to Athens as a young man to complete his high school studies, and enrolled in the philosophy faculty of Athens University, but never completed his studies. He returned to his native island in later life, and died there. He supported himself by writing throughout his adult life, anything from journalism and short stories to several serialized novels. From a certain point onwards he had become very popular, and newspapers and magazines vied for his writings, offering him substantial fees. Papadiamantis did not care for money, and would often ask for lower fees if he thought they were unfairly high; furthermore he spent his money carelessly and took no care of his clothing and appearance. He never married, and was known to be a recluse, whose only true cares were observing and writing about the life of the poor, and chanting at church: he was referred to as "kosmokalogeros" (κοσμοκαλόγερος, "a monk in the world"). He died of pneumonia.